πολύπλοκος

πολύπλοκος
-η, -ο / πολύπλοκος, -ον, ΝΜΑ
1. πολυσύνθετος, περίπλοκος
2. πολύ μπερδεμένος, συγκεχυμένος
3. (για πρόσωπα και νοήματα) δόλιος, πανούργος (α. «πολύπλοκες τεχνουργίες», Γιάνν. Ψυχ.
β. «πολύπλοκον νόημα», Αριστοφ.
γ. «πολυπλόκοις παραλογισμοῖς», ΠΔ)
αρχ.
1. (για τη σπείρα δράκου ή για χταπόδι) πολύ πλεγμένος, συνεστραμμένος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πολύπλοκον
πολύ μπερδεμένα, συγκεχυμένα.
επίρρ...
πολύπλοκα / πολυπλόκως, ΝΜΑ
με τρόπο πολύπλοκο, πολύ μπερδεμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. ετερό-πλοκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύπλοκος — tangled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπλοκος — η, ο ο πολύ μπλεγμένος, ο μπερδεμένος, ο περίπλοκος: Πολύπλοκη υπόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυπλοκώτερον — πολύπλοκος tangled masc acc comp sg πολύπλοκος tangled neut nom/voc/acc comp sg πολύπλοκος tangled adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλοκωτέρων — πολύπλοκος tangled fem gen comp pl πολύπλοκος tangled masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλόκως — πολύπλοκος tangled adverbial πολύπλοκος tangled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπλοκον — πολύπλοκος tangled masc/fem acc sg πολύπλοκος tangled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλοκωτάτην — πολύπλοκος tangled fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλοκωτάτοις — πολύπλοκος tangled masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλοκωτέρου — πολύπλοκος tangled masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλοκώταται — πολύπλοκος tangled fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”